- εὐνοητικός
- εὐνο-ητικός, ή, όν,A kindly disposed,
πρὸς ἑαυτό Hierocl. p.41
A. Adv. benevolently, διακεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Stoic. ap. Stob.2.7.11i.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρὸς ἑαυτό Hierocl. p.41
A. Adv. benevolently, διακεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Stoic. ap. Stob.2.7.11i.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευνοητικός — εὐνοητικός, ή, όν (Α) [ευνόητος] ευνοϊκά διατεθειμένος, ευνοϊκός. επίρρ... εὐνοητικῶς (Α) φρ. «εὐνοητικῶς διακεῑσθαι πρὸς ἀλλήλους» ευμενώς, με εύνοια … Dictionary of Greek
εὐνοητική — εὐνοητικός kindly disposed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοητικῶς — εὐνοητικός kindly disposed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)